Η σκιά στο σπίτι by Κωνσταντίνος Κέλλης
My rating: 4 of 5 stars
Έχει spoilers ρε, τι δεν καταλαβαίνεις;
Κατάπια άλλες 220 σελίδες χτες βράδυ πριν κοιμηθώ, λίγο μετά το update που έλεγε ότι είχα διαβάσει +150 σελίδες χτες, κι ειχα φτάσει τις 220. Δεν διάβασα τις τελευταίες 100 γιατί είχα ήδη εξαντληθεί και τα μάτια μου δεν μπορούσαν να κρατηθούν ανοιχτά. Φύγανε σήμερα σαν ανάσα, όπως και το υπόλοιπο βιβλίο, πραγματικά μέσα σε έναν καταιγισμό δράσης, σε μια πανέμορφη, τραγική κορύφωση.
Από αυτή την πρώτη γνωριμία με το γράψιμό του, αν έπρεπε να διαλέξω μια λέξη για να περιγράψω τον Κέλλη, αυτή θα ήταν «συνεπής». Ξέρει ακριβώς που σε πάει, έχει απόλυτο έλεγχο της κατάστασης, είναι μετρημένη η πλοκή της ιστορίας που θέλει να πει, την παρουσιάζει με άψογο ρυθμό, και δε σε αφήνει εύκολα να κλείσεις τα αυτιά σου (ή το βιβλίο) και να σταματήσεις την αφήγησή του.
Στα σημεία που άγγιξα στο προηγούμενο update: γλωσσικά/τεχνικά, παρέμεινε σχεδόν άψογο το βιβλίο, πράγμα που με ενθουσίασε. Οι αφύσικες/«μεταφρασμένες» εκφράσεις παρέμειναν σε ελάχιστα επίπεδα, και για κάθε μία τους που με ενοχλούσε, υπήρχαν άλλες δεκάδες όμορφα φτιαγμένες, ίσως σε σημείο που έδινε την εντύπωση ότι προσπάθησε λίγο παραπάνω με τον λυρισμό σε κάποιες περιγραφές.
[Ακολουθεί παραλήρημα:Το θέμα των αφύσικων και μεταφρασμένων αγγλικών εκφράσεων είναι τεράστιο, τόσο που έχω ακούσει καθηγητές πανεπιστημίου να ανατριχιάζουν με εκφράσεις που χρησιμοποιούμε καθημερινά λανθασμένα χωρίς να το καταλαβαίνουμε. Από το προφανές «γράψε κάτω», μέχρι πιο ύπουλες εκφράσεις, υπάρχουν παντού, τρέχουν γύρω μας, και είναι πάρα πολύ λογικό να τρυπώνουν ακόμα και σε πολύ καλα κείμενα όπως αυτό, δεδομένου ότι οι (όχι ενοχλητικά) φανερές επιρροές του Κέλλη έρχονται από το εξωτερικό κα συγκεκριμένα την Αγγλική γλώσσα, την οποία εικάζω ότι κατέχει καλά μιας και τη διδάσκει κιόλας. Σε κάθε περίπτωση, κάθε άλλο παρά συντηρητικός είμαι γλωσσικά, και καταλαβαίνω ότι εισάγουμε κουλτούρα, και ότι η γλώσσα είναι ζωντανή και αλλάζει συνεχώς αντικατοπρίζοντας (και αυτό) το φαινόμενο Το πρόβλημα ομως παρουσιάζεται και γίνεται αντιληπτό –όπως έχουμε πει και σε συζητήσεις μας με τη φίλη Αταλάντη– όταν πας να μεταφράσεις κάτι που ήδη έχεις γράψει και ολοκληρώσει σε μία από τις δύο γλώσσες. Το φαινόμενο της αδράνειας που δημιουργεί η στερεοποίηση μιας άυλης ιδέας σε μια συγκεκριμένη γλώσσα (και η παρεξήγηση από γλωσσομαθείς ότι η γνώση 2 γλωσσών σημαίνει και γνώση των αντιστοιχιών τους, και δως του οι κακές μεταφράσεις) πετάει τα πλοκάμια του σε δύο φαινόμενα: 1) στο να μας φαίνεται μια σωστή μετάφραση λάθος επειδή λατρεύουμε με κατάνυξη το πρωτότυπο (με το μπαρδόν, αλλά όσο γελοίο σου φαίνεται το «μπάλα φωτιάς», σε πληροφορώ ότι άλλο τόσο γελοίο φαίνεται στον αγγλόφωνο το «fireball» και 2) στο όταν μας έρχεται μια φράση χαϊδεμένη από κάποια από τις επιρροές μας, να μας έρχεται στην γλώσσα πηγής, και να συμβιβαζόμαστε με μεταφρασμένες εκδοχές που εκείνη τη στιγμή ξεγελάνε ότι είναι σωστές και καλές, χωρίς όμως να επιστρέφουμε αργότερα για να τις γυαλίσουμε –κατά κάποιον τρόπο η γλώσσα πηγής της φράσης ακούγεται ακόμα. Η σιγουριά που έχουμε από την καλή γώση και των δύο γλωσσών ξεχωριστά συνηθίζει να μας κρύβει το προβληματικό (ή ακόμα και το καλό!) μεταφραστικό αποτέλεσμα. Για αυτον τον λόγο, καταλαβαίνω απόλυτα τον Κέλλη και τις λιγοστές εκφράσεις που τρύπωσαν εκεί μέσα. Σε σχέση με άλλα πράγματα που έχω διαβάσει, οι εκφράσεις που πέφτουν σε αυτήν την κατηγορία ήταν πραγματικά ελάχιστες. Παραληρήματος τέλος] Επίσης ένιωσα ότι υπερχρησιμοποιήθηκαν κάποιες φορές συγκεκριμένες λέξεις όπως «πραγματικότητα», «λογισμός», «μετείκασμα». Οι φράσεις όμως που περιέγραφαν τα άξια τρόμου γεγονότα και ο χειρισμός του στοιχειωμένου σπιτιού και του μεταφυσικού πρόδιδαν μια βαθιά αγάπη για το είδος, ταλέντο και εμπειρία, που σε αυτό το επίπεδο εκδηλώνονται ως μαεστρία. Και ναι, με δυο γάτες να τριγυρνάνε τη νύχτα στο ξύλινο σπίτι και να κάνουν ήχους, τρόμαξα, το παραδέχομαι.
Στην κολοκυθόπιτα της υπόθεσης εντάσσω το θέμα μου με τους χαρακτήρες, που εν τέλει δεν με κέρδισαν όπως πραγματικά θα ήθελα 100%. Από νωρίς, η 15χρονη Ελπίδα φαινόταν υπερβολικά ώριμη και ανιδιοτελής για την ηλικία της, και ο Τάσος υπερβολικά σκεπτικιστής και άπιστος σε αυτά που συνέβαιναν γύρω του [όσο και να είχε επηρεαστεί], ενώ ο μικρός ηταν σαν «default παιδάκι», το οποίο σχεδόν ένιωσα ότι το αγνοούσαν οι γύρω του.
Ωστόσο, ήταν συγκινητική η εξερεύνηση των συναισθημάτων τους στα τμήματα της ψυχολογίας τους που χρειάζονταν στην πλοκή, και ο χειρισμός τον διαλόγων ήταν υποδειγματικός –ακόμα και χαρακτήρες στις παρυφές της ιστορίας γίνονταν έτσι ανάγλυφοι.
Εξαιρετικό touch στην υπόθεση ήταν οι πολλαπλές φωνές στην αφήγηση. Ανάλογα με το κινηματογραφικό εφέ που ήθελε να δώσει ο Κέλλης, ακόμα και χωρίς ιδιαίτερη συνέπεια, άλλαζε αφηγητή και ο παντογνώστης έδινε χώρο στην οπτική του Δημητράκη, του Τάσου ή της Ελπίδας κ.ο.κ.
Τα κομμάτια του παρελθόντος ήταν πολύ όμορφα, αν και θα μου άρεσε να είχαν μεγαλύτερη επίπτωση στο παρόν μετά την παρουσίασή τους. Ήταν σαν να ήταν περισσότερο για χάρη του αναγνώστη, παρά των χαρακτήρων που τα ανακάλυπταν. Μπορεί να ήταν και ιδέα μου αυτό.
Στο σύνολο, δίνω 4.5 αστεράκια. Ήταν τρομακτικό, ήταν εθιστικό αρκετά για να το καταβροχθίσω γρήγορα, ήταν τίμιο, καλογραμμένο, και συνεπές, μου άφησε ερωτήματα (κάποια δίκαια, άλλα άδικα θεωρώ), αλλά και τις καλύτερες εντυπώσεις ώστε να περιμένω και το επόμενό του βιβλίο.
Εσύ διάβασες Κέλλη; Διάβαζε και γρήγορα. Αξίζει.
View all my reviews
My rating: 4 of 5 stars
Έχει spoilers ρε, τι δεν καταλαβαίνεις;
Κατάπια άλλες 220 σελίδες χτες βράδυ πριν κοιμηθώ, λίγο μετά το update που έλεγε ότι είχα διαβάσει +150 σελίδες χτες, κι ειχα φτάσει τις 220. Δεν διάβασα τις τελευταίες 100 γιατί είχα ήδη εξαντληθεί και τα μάτια μου δεν μπορούσαν να κρατηθούν ανοιχτά. Φύγανε σήμερα σαν ανάσα, όπως και το υπόλοιπο βιβλίο, πραγματικά μέσα σε έναν καταιγισμό δράσης, σε μια πανέμορφη, τραγική κορύφωση.
Από αυτή την πρώτη γνωριμία με το γράψιμό του, αν έπρεπε να διαλέξω μια λέξη για να περιγράψω τον Κέλλη, αυτή θα ήταν «συνεπής». Ξέρει ακριβώς που σε πάει, έχει απόλυτο έλεγχο της κατάστασης, είναι μετρημένη η πλοκή της ιστορίας που θέλει να πει, την παρουσιάζει με άψογο ρυθμό, και δε σε αφήνει εύκολα να κλείσεις τα αυτιά σου (ή το βιβλίο) και να σταματήσεις την αφήγησή του.
Στα σημεία που άγγιξα στο προηγούμενο update: γλωσσικά/τεχνικά, παρέμεινε σχεδόν άψογο το βιβλίο, πράγμα που με ενθουσίασε. Οι αφύσικες/«μεταφρασμένες» εκφράσεις παρέμειναν σε ελάχιστα επίπεδα, και για κάθε μία τους που με ενοχλούσε, υπήρχαν άλλες δεκάδες όμορφα φτιαγμένες, ίσως σε σημείο που έδινε την εντύπωση ότι προσπάθησε λίγο παραπάνω με τον λυρισμό σε κάποιες περιγραφές.
[Ακολουθεί παραλήρημα:Το θέμα των αφύσικων και μεταφρασμένων αγγλικών εκφράσεων είναι τεράστιο, τόσο που έχω ακούσει καθηγητές πανεπιστημίου να ανατριχιάζουν με εκφράσεις που χρησιμοποιούμε καθημερινά λανθασμένα χωρίς να το καταλαβαίνουμε. Από το προφανές «γράψε κάτω», μέχρι πιο ύπουλες εκφράσεις, υπάρχουν παντού, τρέχουν γύρω μας, και είναι πάρα πολύ λογικό να τρυπώνουν ακόμα και σε πολύ καλα κείμενα όπως αυτό, δεδομένου ότι οι (όχι ενοχλητικά) φανερές επιρροές του Κέλλη έρχονται από το εξωτερικό κα συγκεκριμένα την Αγγλική γλώσσα, την οποία εικάζω ότι κατέχει καλά μιας και τη διδάσκει κιόλας. Σε κάθε περίπτωση, κάθε άλλο παρά συντηρητικός είμαι γλωσσικά, και καταλαβαίνω ότι εισάγουμε κουλτούρα, και ότι η γλώσσα είναι ζωντανή και αλλάζει συνεχώς αντικατοπρίζοντας (και αυτό) το φαινόμενο Το πρόβλημα ομως παρουσιάζεται και γίνεται αντιληπτό –όπως έχουμε πει και σε συζητήσεις μας με τη φίλη Αταλάντη– όταν πας να μεταφράσεις κάτι που ήδη έχεις γράψει και ολοκληρώσει σε μία από τις δύο γλώσσες. Το φαινόμενο της αδράνειας που δημιουργεί η στερεοποίηση μιας άυλης ιδέας σε μια συγκεκριμένη γλώσσα (και η παρεξήγηση από γλωσσομαθείς ότι η γνώση 2 γλωσσών σημαίνει και γνώση των αντιστοιχιών τους, και δως του οι κακές μεταφράσεις) πετάει τα πλοκάμια του σε δύο φαινόμενα: 1) στο να μας φαίνεται μια σωστή μετάφραση λάθος επειδή λατρεύουμε με κατάνυξη το πρωτότυπο (με το μπαρδόν, αλλά όσο γελοίο σου φαίνεται το «μπάλα φωτιάς», σε πληροφορώ ότι άλλο τόσο γελοίο φαίνεται στον αγγλόφωνο το «fireball» και 2) στο όταν μας έρχεται μια φράση χαϊδεμένη από κάποια από τις επιρροές μας, να μας έρχεται στην γλώσσα πηγής, και να συμβιβαζόμαστε με μεταφρασμένες εκδοχές που εκείνη τη στιγμή ξεγελάνε ότι είναι σωστές και καλές, χωρίς όμως να επιστρέφουμε αργότερα για να τις γυαλίσουμε –κατά κάποιον τρόπο η γλώσσα πηγής της φράσης ακούγεται ακόμα. Η σιγουριά που έχουμε από την καλή γώση και των δύο γλωσσών ξεχωριστά συνηθίζει να μας κρύβει το προβληματικό (ή ακόμα και το καλό!) μεταφραστικό αποτέλεσμα. Για αυτον τον λόγο, καταλαβαίνω απόλυτα τον Κέλλη και τις λιγοστές εκφράσεις που τρύπωσαν εκεί μέσα. Σε σχέση με άλλα πράγματα που έχω διαβάσει, οι εκφράσεις που πέφτουν σε αυτήν την κατηγορία ήταν πραγματικά ελάχιστες. Παραληρήματος τέλος] Επίσης ένιωσα ότι υπερχρησιμοποιήθηκαν κάποιες φορές συγκεκριμένες λέξεις όπως «πραγματικότητα», «λογισμός», «μετείκασμα». Οι φράσεις όμως που περιέγραφαν τα άξια τρόμου γεγονότα και ο χειρισμός του στοιχειωμένου σπιτιού και του μεταφυσικού πρόδιδαν μια βαθιά αγάπη για το είδος, ταλέντο και εμπειρία, που σε αυτό το επίπεδο εκδηλώνονται ως μαεστρία. Και ναι, με δυο γάτες να τριγυρνάνε τη νύχτα στο ξύλινο σπίτι και να κάνουν ήχους, τρόμαξα, το παραδέχομαι.
Στην κολοκυθόπιτα της υπόθεσης εντάσσω το θέμα μου με τους χαρακτήρες, που εν τέλει δεν με κέρδισαν όπως πραγματικά θα ήθελα 100%. Από νωρίς, η 15χρονη Ελπίδα φαινόταν υπερβολικά ώριμη και ανιδιοτελής για την ηλικία της, και ο Τάσος υπερβολικά σκεπτικιστής και άπιστος σε αυτά που συνέβαιναν γύρω του [όσο και να είχε επηρεαστεί], ενώ ο μικρός ηταν σαν «default παιδάκι», το οποίο σχεδόν ένιωσα ότι το αγνοούσαν οι γύρω του.
Ωστόσο, ήταν συγκινητική η εξερεύνηση των συναισθημάτων τους στα τμήματα της ψυχολογίας τους που χρειάζονταν στην πλοκή, και ο χειρισμός τον διαλόγων ήταν υποδειγματικός –ακόμα και χαρακτήρες στις παρυφές της ιστορίας γίνονταν έτσι ανάγλυφοι.
Εξαιρετικό touch στην υπόθεση ήταν οι πολλαπλές φωνές στην αφήγηση. Ανάλογα με το κινηματογραφικό εφέ που ήθελε να δώσει ο Κέλλης, ακόμα και χωρίς ιδιαίτερη συνέπεια, άλλαζε αφηγητή και ο παντογνώστης έδινε χώρο στην οπτική του Δημητράκη, του Τάσου ή της Ελπίδας κ.ο.κ.
Τα κομμάτια του παρελθόντος ήταν πολύ όμορφα, αν και θα μου άρεσε να είχαν μεγαλύτερη επίπτωση στο παρόν μετά την παρουσίασή τους. Ήταν σαν να ήταν περισσότερο για χάρη του αναγνώστη, παρά των χαρακτήρων που τα ανακάλυπταν. Μπορεί να ήταν και ιδέα μου αυτό.
Στο σύνολο, δίνω 4.5 αστεράκια. Ήταν τρομακτικό, ήταν εθιστικό αρκετά για να το καταβροχθίσω γρήγορα, ήταν τίμιο, καλογραμμένο, και συνεπές, μου άφησε ερωτήματα (κάποια δίκαια, άλλα άδικα θεωρώ), αλλά και τις καλύτερες εντυπώσεις ώστε να περιμένω και το επόμενό του βιβλίο.
Εσύ διάβασες Κέλλη; Διάβαζε και γρήγορα. Αξίζει.
View all my reviews